- προστεγαστήρ
- προστεγ-αστήρ, ῆρος, ὁ,A provisional roofing, Delph.3(5).26 iA 36 (iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστεγαστήρ — ῆρος, ὁ, Α το προστέγασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στεγαστήρ (< στεγάζω)] … Dictionary of Greek